- προθετικός
- -ή, -ό / προθετικός, -ή, -όν, ΝΑ [πρόθεσις / προθετός]ο σχετικός με την πρόθεση, ως μέρος τού λόγου, ή αυτός που χρησιμεύει ως πρόθεσηνεοελλ.1. αυτός που έχει θέση πρόθεσης2. ιατρ. α) ο σχετικός με μια πρόθεση, δηλ. με αντικατάσταση οργάνου ή μέλους από μηχάνημα που αναπαράγει τη μορφή του ή και τη λειτουργία του («προθετικά μέλη» — τεχνητά υποκατάστατα ενός μέλους ή τμήματος τού σώματος)β) το θηλ. ως ουσ. η προθετικήκλάδος τής χειρουργικής που ασχολείται με τις προθέσεις («οδοντική προθετική»)αρχ.1. αυτός που τίθεται μπροστά2. αυτός που έχει κάτι μπροστά στα μάτια του3. ο σχετικός με την πρόθεση, δηλ. με τον προκείμενο σκοπό4. φρ. «προθετικὸν μόριον» — η πρόθεση.
Dictionary of Greek. 2013.